γελῇς

γελῇς
γελάω
laugh
pres subj act 2nd sg (doric)
γελάω
laugh
pres ind act 2nd sg (doric)
γελάω
laugh
fut ind act 2nd sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Γέλης — Γέλα fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γέλης — γελάω laugh imperf ind act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαρυγγοσκόπηση — Μέθοδος εξέτασης του λάρυγγα. Χρησιμοποιείται είτε καθρέφτης, που δίνει μέσω ανάκλασης την εικόνα του εσωτερικού του λάρυγγα (έμμεση λ.) είτε ένας άκαμπτος σωλήνας ενδοσκόπησης, που ονομάζεται λαρυγγοσκόπιο (άμεση λ.) και χρησιμοποιείται όταν η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”